αγνωστικιστής

αγνωστικιστής
ο [αγνωστικισμός]
1. αυτός που ασπάζεται τη θεωρία τού αγνωστικισμού
2. (με ευρύτερη έννοια) αυτός που διατηρεί μία συνεχή αμφιβολία για την ύπαρξη ή για τη δυνατότητα να γνωσθεί ένας θεός ή οποιαδήποτε έσχατη αρχή
3. αυτός που αναφέρεται στον αγνωστικισμό ή συνδέεται μ' αυτόν, ιδιαίτερα αυτός που δηλώνει άγνοια ή αβεβαιότητα για ό,τι αφορά τις έσχατες αρχές, επικαλούμενος συνήθως την αδυναμία να γνωσθούν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγνωστικιστής — ο αυτός που δέχεται τον αγνωστικισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγνοϊστής — ο ο αγνωστικιστής* …   Dictionary of Greek

  • αγνωσιακός — ή, ό ο αγνωστικιστής* …   Dictionary of Greek

  • αγνωστικιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη θεωρία τού αγνωστικισμού*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγνωστικιστής + παραγωγική κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • αγνωστικός — ο ο αγνωστικιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄγνωστος + καταλ. ικός, πρβλ. αγγλ. agnostic] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”